Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Η άνοδος και η πτώση της αυτοκρατορίας Λαναρά

Ο Θωμάς Λαναράς φιλοδοξούσε
να γίνει ο μεγαλύτερος ευρωπαίος
κλωστοϋφαντουργός.
Ωστόσο σήμερα τα 17 κλωστήρια
του πάλαι ποτέ κραταιού ομίλου
έχουν μετατραπεί σε...
βιομηχανικά φαντάσματα


             ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ
              ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΩΝ "ΝΕΩΝ" 

Οι μηχανές στο βαφείο - φινιριστήριο του Γιαννούση στα Οινόφυτα της Βοιωτίας δούλευαν στο φουλ, όταν ο Θωμάς Λαναράς εισήλθε στο κτίριο, προχώρησε δεκαπέντε μέτρα με ένα σβηστό, όπως πάντα, πούρο στο χέρι, έριξε μια γρήγορη ματιά στον χώρο του εργοστασίου και ανέβηκε στο γραφείο του ιδιοκτήτη, καλό φίλο του πατέρα του, Χρήστου. Εκλεισε την εξαγορά πλειοψηφικού πακέτου του βαφείου και αποχώρησε, δίχως καν να περιπλανηθεί στον 300 μέτρων μήκους χώρο του εργοστασίου.


Ηταν το 1999, την εποχή που ο 42χρονος τότε κληρονόμος της αξιοζήλευτης Κλωνατέξ σκόραρε υψηλά στη λίστα των επιχειρηματιών οι οποίοι ακολουθούσαν πολιτική επιθετικών εξαγορών. Ανάλογο ήταν το σκηνικό που επαναλήφθηκε έναν χρόνο αργότερα στο κλωστήριο του Δούδου, έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου ο Λαναράς είχε φτάσει με ελικόπτερο κρατώντας και πάλι στο χέρι ένα σβηστό πούρο.

Ηταν δύο από τις πρώτες εξαγορές του Θωμά Λαναρά - ο οποίος έφυγε από τη ζωή την περασμένη Κυριακή - στη σκακιέρα των επιθετικών κινήσεων του Ομίλου. Κανείς δεν εξέφραζε εν μέσω χρηματιστηριακής ευφορίας αμφιβολίες για την πολιτική που θα ακολουθούσε.

Ηταν ο πρώτος που είχε holding εταιρεία στο Χρηματιστήριο και ο πρώτος που έκανε ομολογιακό δάνειο, ενώ όταν μιλούσε στις γενικές συνελεύσεις του ομίλου Κλωνατέξ σε ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες, το ακροατήριό του κρεμόταν από τα χείλη του. Ηταν η εποχή των απανωτών limit up στις μετοχές του Ομίλου.

Ποιος, εξάλλου, θα τολμούσε να αμφισβητήσει τον Λαναρά, όταν το 2000 είχε συμμετοχές σε 32 εταιρείες, από κλωστοϋφαντουργικές μέχρι τηλεπικοινωνιακές (Lannet), καθιστώντας την επιχείρησή του τον πέμπτο μεγαλύτερο κλωστοϋφαντουργικό όμιλο στην Ευρώπη;


Η αρχή του τέλους. Η σταδιακή απαξίωση του μεγαλομετόχου της Κλωνατέξ άρχισε έναν χρόνο αργότερα. Το 2001, όταν ξεφούσκωσε η Σοφοκλέους, οι τράπεζες και οι επενδυτές έκλεισαν τις στρόφιγγες χρηματοδότησης των φιλόδοξων σχεδίων του και ο Ομιλος κατέληξε χωρίς ρευστότητα. Το ένα μετά το άλλο, τα εργοστάσια έκλειναν και σήμερα τα 17 κλωστήρια του πάλαι ποτέ κραταιού Ομίλου έχουν μετατραπεί σε βιομηχανικά φαντάσματα.

Αναμφίβολα, η καθοδική πορεία του Ομίλου αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τα όσα συνέβαιναν ανεξαιρέτως στις κλωστοϋφαντουργικές μονάδες της χώρας, οι οποίες δέχονταν σκληρό ανταγωνισμό από τα φθηνά νήματα και υφάσματα της Απω Ανατολής. Η πτώση της αυτοκρατορίας του Λαναρά συμβάδισε με τη συρρίκνωση ενός από τους σημαντικότερους, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ομως οι λόγοι που οδήγησαν τον όμιλο της Κλωνατέξ, ο οποίος μετονομάστηκε αργότερα σε Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, στο χείλος του γκρεμού δεν περιορίζονται στον σκληρό ανταγωνισμό. Καίριο λόγο έπαιξαν οι επιλογές του Θωμά Λαναρά, παρότι ονειρευόταν να αφήσει κληρονομιά στα τρία του παιδιά τη μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της Ευρώπης εξαγοράζοντας ακόμη και την Benetton. Είχε ξοδέψει, άλλωστε, πάνω από 400 εκατ. ευρώ σε εξαγορές μικρότερων εταιρειών.

Απρόσιτος. Ωστόσο, ήταν ελάχιστες οι φορές που ο σπουδασμένος στις ΗΠΑ μεγαλομέτοχος - είχε σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο La Verne και είχε πτυχίο ΜΒΑ από το Northeastern University της Βοστώνης - συναντήθηκε με τους εργαζομένους, καθώς δεν συμμετείχε, όπως υποστηρίζουν, στις τρέχουσες υποθέσεις του Ομίλου. Ακόμη και διευθυντές των εργοστασίων του είχαν συναντήσει τον Λαναρά μόνο σε κοπή πίττας ή σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις. Για τους περισσότερους, ο επιχειρηματίας ήταν ένας άνθρωπος απρόσιτος, τον οποίο γνώριζαν περισσότερο από τις σελίδες των εφημερίδων. Στους χρηματιστηριακούς κύκλους ο γιος του παλιού βιομηχάνου είχε κερδίσει τη φήμη ενός επιχειρηματία που ως γόνος γνωστής αθηναϊκής οικογένειας, διέθετε αριστοκρατικό «αέρα» και ισχυρό κοινωνικό περίγυρο. Πρώτος ξάδελφος με τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, πρώτος ξάδελφος και με τον Σπύρο Καπράλο.


Αγώνας επιβίωσης. Οταν το χρηματιστηριακό πάρτι τελειώνει, ο Ομιλος και τα εργοστάσιά του εισέρχονται σε έναν παρατεταμένο αγώνα επιβίωσης. Μέχρι το 2005 ο όμιλος είχε περιέλθει υπό τον έλεγχο των βασικών πιστωτριών τραπεζών έχοντας συσσωρεύσει τεράστιες υποχρεώσεις. Και τότε αρχίζει ένας φαύλος κύκλος διαδοχικών σχεδίων διάσωσης. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις πίεζαν τις τράπεζες να προχωρήσουν σε χρηματοδότηση προκειμένου να διασωθεί ο Ομιλος, ο οποίος είχε φτάσει να απασχολεί το 2003 3.500 εργαζομένους σε τέσσερις χώρες, με τους 2.500 στην Ελλάδα.

Επί πέντε χρόνια «όχημα» για την αναχρηματοδότηση του Ομίλου ήταν τα επιχειρησιακά σχέδια εξυγίανσης, τα οποία όμως παρέμεναν ασκήσεις επί χάρτου. Οι σκηνές με τους απλήρωτους και απολυμένους εργαζόμενους να διαμαρτύρονται αγανακτισμένοι έξω από το υπουργείο Οικονομίας επαναλαμβάνονται τακτικά. Ετσι, τα χρέη συσσωρεύονται για να φτάσουν σήμερα τα 270 εκατ. ευρώ προς τις τράπεζες και τα 75 εκατ. ευρώ προς τους εργαζομένους και το Δημόσιο. Eπενδυτικό fund από τις ΗΠΑ φέρεται να ενδιαφέρεται σήμερα για την εξαγορά των οφειλών αυτών για να θέσει σε λειτουργία ορισμένες μονάδες του Ομίλου.

Ομως ακόμη και κατά την ταραγμένη περίοδο ο ίδιος αλλά και μέλη της οικογενείας Λαναρά συνέχιζαν να χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης ακόμη και στη Νάουσα, όπου δεκάδες εργαζόμενοι στον όμιλο έχασαν σταδιακά τη δουλειά τους. Τον Απρίλιο του 2007, μάλιστα, η μητέρα του Νάντια εγκαινίασε πολιτιστικό κέντρο στην πόλη, δωρεά του συζύγου της.

Ασθένεια και καταδίκη. Το 2010 ο Λαναράς αναγκάζεται να πουλήσει τις μετοχές του στον Ομιλο, εξέλιξη που σηματοδοτεί και το τέλος της ενασχόλησης της οικογένειάς του με την κλωστοϋφαντουργία. Τα τελευταία χρόνια κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων και απάτη από τον ξάδελφό του Ζαφείρη, γιο του βασικού μετόχου της πάλαι ποτέ Βέτλανς Νάουσα. Τον Αύγουστο κρίθηκε ένοχος για κακουργηματική απάτη ενώ νοσηλευόταν με καρκίνο από τον περασμένο Μάρτιο.
 
 
Από το Μάντσεστερ των Βαλκανίων στον μαρασμό της βιομηχανίας

Στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Νάουσα, γύρω στα 1900, οι άνδρες μιας σχετικά φτωχής οικογένειας αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την υλοτομία για να επενδύσουν στον «λευκό άνθρακα», τη δωρεάν ενέργεια που πρόσφεραν τα νερά του ποταμού της πόλης, της Αράπιτσας. Οι Λαναράδες έστησαν υδροστρόβιλους στο ποτάμι και το 1910 ίδρυσαν μία μικρή βιοτεχνία που κατεργαζόταν βαμβακερά και μάλλινα νήματα - πιθανότατα η οικογένεια ονομάστηκε έτσι από τα λανάρια, τα εργαλεία για το «ξύσιμο» του μαλλιού. Ανοιξαν νέα εργοστάσια και έφθασαν να απασχολούν 3.000 εργάτες τη δεκαετία του '30, τότε που η Νάουσα ονομάστηκε Μάντσεστερ των Βαλκανίων.

Τις επόμενες δεκαετίες οι Λαναράδες παρήγαγαν τα ποιοτικότερα υφάσματα στην ευρωπαϊκή αγορά, έδωσαν δουλειά στα χωριά της Ημαθίας και της Πέλλας, πάντρεψαν οικογένειες, σημάδεψαν ζωές εργατών, έχτισαν νοσοκομεία και δρόμους, έζησαν τον θρίαμβο της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας το '80. Δημιούργησαν έναν τόσο ισχυρό μύθο, ώστε όταν επήλθε ο μαρασμός τη δεκαετία του 2000 οι πάμπλουτοι κληρονόμοι δεν κατάφεραν να τον διαχειριστούν.

Οι Λαναράδες, εντέλει, ήταν ευχή και κατάρα για τη Νάουσα που έζησε μαζί τους τον θρίαμβο και την εξαφάνιση της ελληνικής βιομηχανίας. «Ημουν 19 χρονών όταν ξεκίνησα να δουλεύω στους Λαναράδες, γύρω στο 1940. Είχα πόστο στα λανάρια, τις μηχανές που χτένιζαν το μαλλί, όμως πέρασα από όλες τις θέσεις. Θυμάμαι τα κορίτσια στο εργοστάσιο να φιλούν τα χέρια του Λαναρά όταν κατέβαινε στις μηχανές. Το '50 δεν υπήρχε ακόμη το δώρο για τους εργάτες, όμως εκείνος μας έδινε δώρο υφάσματα και ρούχα».

Ο Ροδάμανθος Δούμος είναι 90 χρονών. Δούλεψε 50 χρόνια στα περισσότερα εργοστάσια των Λαναράδων. Και μιλάει τόσο γρήγορα σαν να προσπαθεί να χωρέσει στα λόγια του ιστορίες μιας ολόκληρης ζωής.

Ηταν μικρό παιδί το 1928, όταν τα παιδιά του Χριστόδουλου Λαναρά, ο Σταύρος, ο Θόδωρος, ο Κώστας και ο Θωμάς, μαζί με τον γαμπρό τους Φωκίωνα Πεχλιβάνο, ίδρυσαν το κλωστοϋφαντουργείο «Αδελφών Χριστοδούλου Λαναρά».

Το 1932 σημαδεύτηκε από αιματηρές απεργίες στη Νάουσα. Οι Λαναράδες στέλνουν 150 μηχανικούς και εργάτες στην Αθήνα, όπου στήνουν στον Κηφισό μια νέα βιομηχανία. Η αξία των εργοστασίων τους εκείνη την εποχή έφτανε τις 400.000 λίρες Αγγλίας.


Η διαδοχή. «Τη δεκαετία του '50 την επιχείρηση ανέλαβε ο γιος του Θωμά Λαναρά, ο Χρήστος, που την απογείωσε. Ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο εργοστάσιο. Γνώριζε τον τελευταίο εργάτη με το μικρό όνομα. Στις γιορτές κάναμε τραπέζια και γλέντια στο εργοστάσιο. Το καλοκαίρι πήγαινε τους εργάτες με λεωφορεία για μπάνιο στη θάλασσα. Μας έστελνε ταξίδια, στην Αίγυπτο, τη Γαλλία, τη Ρωσία» θυμάται ο Μίμης Σιμομώκιος, φύλακας στα εργοστάσια από το '67.

Ο Χρήστος Λαναράς εισήγε μαλλί από την Αγγλία και την Αυστραλία και παρήγε νήματα υψηλής ποιότητας (πενιέ). Εκανε δωρεές στη Νάουσα, όπου τον σέβονταν και τον αγαπούσαν όλοι. Στα εργοστάσιά του, λέει ο Μ. Σιμομώκιος, έφτιαξε καφετέριες και εστιατόρια ενώ κάποια βράδια κοιμόταν στο διαμέρισμα δίπλα στο γραφείο του. Στα Κλωστήρια Ναούσης τη δεκαετία του '60 απασχολούνταν περίπου 1.000 εργάτες. Ντελάληδες γυρνούσαν στα χωριά και ζητούσαν εργάτες για τον Λαναρά. Πολλοί παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένειες.

Ο Κώστας Σιούλης πήγε για δουλειά στα 14. «Δηλώναμε μεγαλύτερη ηλικία για να μας πάρουν. Στη 1.30 που σχολούσε η πρωινή βάρδια, σταματούσε η κυκλοφορία. Οι εργάτες κατέβαιναν σαν ποτάμι. Κι όσο για μεροκάματο, ο Λαναράς έδινε 6 δραχμές παραπάνω από τους άλλους».

«Στις αρχές του '70 ο Λαναράς ίδρυσε στη Στενήμαχο μία από τις μεγαλύτερες μονάδες στα Βαλκάνια και αργότερα μπήκε στην αγορά του έτοιμου ρούχου. Το 1991 ο Ομιλος Λαναρά είχε οκτώ εργοστάσια και στο τέλος της δεκαετίας λειτούργησε δύο υπερσύγχρονες μονάδες στην Κομοτηνή» θυμούνται οι συνταξιούχοι σήμερα εργάτες.

Ο Χρ. Λαναράς μεταβίβασε την επιχείρηση στον γιο του Θωμά το 1997. Εκείνος δεν επισκέφτηκε ποτέ τα εργοστάσια στη Νάουσα. «Για τον Θωμά Λαναρά σημασία δεν είχαν τα προϊόντα και οι εργάτες αλλά η αξία των μετοχών στο Χρηματιστήριο» λένε οι Ναουσαίοι. Ώς το 2008 είχαν κλείσει 17 εργοστάσια του ομίλου.
 
 
Πηγή:  http://www.tanea.gr/